Русско-новогреческий словарь - лицо
Перевод с русского языка лицо на греческий
с
1. τό πρόσωπο{ν}, ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:
черты ~а τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη {-ις} (здания)·
3. (человек) τό πρόσωπο{ν}, τό ἄτομο{ν}, ὁ ἄνθρω-πος:
главное действующее ~ τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое ~ τό νομικόν πρόσωπον важное ~ ἡ προσωπικότητα {-ης}, τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·
4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед ~ом чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в ~ γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар ~ом δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к ~у αὐτό σᾶς πάει· стереть что-л. с ~а земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в ~ опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον ~ом в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в ~ кому-л. λέω κατάμουτρα